Ελληνικα
  • info@kanasi.edu.gr
  • Ζωγράφου | Αγ. Παρασκευή
  • 2107774835
  • News

    Καλοκαιρινές γιορτές νηπιαγωγείου & δημοτικού 2022

    Γιορτές και χειροκρότημα, επιτέλους από κοντά ξανά! Αυτό το καλοκαίρι, είχαμε τη χαρά να γιορτάσουμε τη λήξη του σχολικού έτους μικροί και μεγάλοι, όχι από την οθόνη του υπολογιστή, αλλά όλοι μαζί. Με γνώμονα την ασφάλεια της σχολικής μας κοινότητας, ειδικά τη φετινή χρονιά οι γιορτές διοργανώθηκαν ξεχωριστά ανά σχολικό τμήμα.

    Μέσα από θεατρικά δρώμενα, διαλόγους με ιστορικά στοιχεία στα ελληνικά και στα γαλλικά, χορογραφίες και τραγούδια, οι μαθητές μάς μετέφεραν στην Αθήνα του 1900, μας έκαναν να σιγοτραγουδήσουμε μαζί τους τραγούδια παλιά και αγαπημένα, να θυμηθούμε ποιήματα γνωστά, αλλά και παιχνίδια που παίζαμε και εμείς ως παιδιά.

     

    Θεατρικά δρώμενα από τους μαθητές της Ε΄και της Στ΄ δημοτικού

    Οι αφηγητές της Ε΄και της Στ΄δημοτικού, μάς μεταφέρουν στο παρελθόν της πόλης μας. Ας τους ακολουθήσουμε, μέσα από τα κείμενα και τους διαλόγους!

    – Το καφενείο «Η ωραία Ελλάς » βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου, στο υπόγειο της οικίας Βρυζάκη. Συνδέθηκε με την περίοδο του Όθωνα και του Γεωργίου Α΄ και λειτούργησε από το 1839, όταν το πρωτοάνοιξε ο ιταλός Σανδόν. Τις μέρες της μεγάλης δόξας του όμως τις γνώρισε, όταν πέρασε στα χέρια του Παναγή Βενετσάνου.

    – Δικηγόρος των Φτωχών, δεσπόζουσα μορφή της Γαλλικής Επανάστασης το 1789 και επικεφαλής των Ιακωβίνων το 1790. Ο Ροβεσπιέρος είχε το προσωνύμιο «Άφθαρτος», η ηθικότητα και ακεραιότητα του χαρακτήρα του δεν έχουν αμφισβητηθεί, ήθελε να φέρει την κάθαρση, να εξαλείψει την διαφθορά και να εδραιώσει την δημοκρατία, μόνο που επέλεξε τον πιο λάθος τρόπο, αυτόν του αιμοσταγούς και βάρβαρου τύραννου.

    Τι μας είπαν στα γαλλικά οι θαμώνες του καφενείου, ώστε να μας μεταφέρουν τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης;

    Το διάσημο καφενείο υπήρξε βεβαίως σημείο συνάντησης πολλών ρομαντικών ποιητών της εποχής που δημιούργησαν τον δικό τους κύκλο. Μέσα σε αυτούς ήταν ο Παράσχος και ο Ορφανίδης, κείμενα των οποίων ζωντάνεψαν στη γιορτή μας.

    Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο
    της τυραννίας τρόπαιο, σε φυλακή υψωμένο.
    Συμμάζωξε τα φύλλα σου τα δακρυραντισμένα,
    να ιδώ κομμάτι ουρανό και τ’ άστρα τα καϋμένα.
    Αν είσαι δέντρο σπλαχνικό ανθρώπους μη μιμήσαι
    μη δεσμοφύλακας και συ ωσάν εκείνους είσαι!

    Θα έρθη η ώρα πλάτανε, της χώρας μας Βαστίλη,
    που ξυλοκόπους η οργή του Έθνους θα σου στείλη,
    και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερα θ’ αστράψη.
    Δεν θα σε φαν γεράματα, φωτιά δεν θα σε κάψη,
    και γύρω θα χορέψωμε στη στάχτη σου τη κρύα
    εμείς, που θάφτει σήμερα εδώ η τυρρανία».
    Αχιλλέας Παράσχος, 1861

    Η ζωή στην Αθήνα του 1900 είχε όμως και τις δυσκολίες της… Ας “ακούσουμε” τις γλαφυρές περιγραφές των αφηγητών μας!

    Στην πλατεία Κλαυθμώνος, που ήταν το υπουργείο Οικονομικών, υπήρχε ένα καφενεδάκι όπου πήγαιναν αυτοί που τους διώχνανε από το Δημόσιο, γιατί τότε ήταν πολύ διαδεδομένα να χάνει κανείς τη θέση του ως δημόσιος υπάλληλος, δεν υπήρχε η προστασία που υπάρχει σήμερα. Όταν λοιπόν άλλαζε η κυβέρνηση, άλλαζαν σε μεγάλο βαθμό οι υπάλληλοι που δούλευαν στο κράτος. Αυτοί λοιπόν που δούλευαν στο υπουργείο Οικονομικών στην πλατεία Κλαυθμώνος –που λέγεται έτσι, γιατί έκλαιγαν -κατά κάποιο τρόπο-, αφού έχαναν τη θέση τους. Εκεί, λοιπόν, υπήρχε το καφενεδάκι που τους παρηγορούσε πουλώντας πικρό καφέ, δηλαδή καφέ χωρίς ζάχαρη. Αυτούς τους έλεγαν περιπαικτικά «Παυσανίες», διότι κολλάγανε πολύ εύκολα παρατσούκλια στην παλιά Αθήνα. Οι άλλοι που ήθελαν τη θέση τους λέγονταν «Θεσιθήρες», δηλαδή κυνηγούσαν τις θέσεις αυτών που λέγονταν «Παυσανίες» και που τις έχαναν. Εκεί λοιπόν στην πλατεία Κλαυθμώνος έπεφτε πολύ δάκρυ…

    Να λοιπόν τι συνέβη στο καφενεδάκι.

    – Δικό σου μοναχά το φταίξιμο! Σου είπα να μη μιλάς; Μίλησες; Μας έδιωξαν!

    – Αχού τι έπαθα ο βαριόμοιρος! Βρε συ. Έχω στόματα να θρέψω, μωρέ. Τέσσερα τα παιδιά μου και η γυναίκα μου πέντε, και ένας εγώ έξι! Και τρώνε και πολύ τα άτιμα. Χάθηκα! Χάθηκα!

    – Μιλάνε όλοι, μιλάς κι εσύ. Πού μέτραγες τα μεταλλίκια στην τσέπη σου και έπεφτε το πανταλόνι από το βάρος!

    – Τι να πούμε ντε και εμείς; Πάλι άλλαξε η κυβέρνηση. Τι μαθές; Ο Κριεζής επήρε πλειοψηφία και τον «παραίτησαν» μετά από ένα χρόνο… άντε πάλι έδιωξαν ανθρώπους. Ο Κανάρης ανέλαβε πρωθυπουργός και μέσα στη χρονιά ανέλαβε ο Αλέξανδρος, ο Μαυροκορδάτος ντε… Είπαμε όλοι, ωραία! Ήρθε η σειρά μας να βάλουμε στην τσέπη μας κανένα μεταλλίκι. Και τώρα; Πάει πάλι και αυτός και παραιτείται. Μα πού πας, καλέ; Εμείς που τώρα επιάσαμε δουλειά, τι θα κάνουμε;

    Μερικές κυρίες της παλιάς Αθήνας ήταν αρκετά αυστηρές με τους συζύγους τους…

    – Μάνα μου, μην τονε εχαλνάς! Δε φταίει ο κακορίζικος! Τον έδιωξαν από την εδουλειά.. άλλη θα΄βρει τώρα!

    – Το καλό που τόνε θέλω! Γιατί θα πέσει παντούλφα, σας λέγω. Να το ξέρετε κι εσείς. Κοιτάτε εδώ «Παυσανίες». Μάζωξη κανονική! Ομπρός μωρέ! Τι κλαίτε του λόγου σας; Ομπρός στο Υπουργείο να διαμαρτυρηθείτε! Εγώ απόψις τα παιδιά νηστικά δεν θα αφήνω!

    Θεατρικά δρώμενα από τους μαθητές της Γ΄και της Δ΄ δημοτικού

    Μία παρέα παιδιών παίζει κοντά στο διάσημο καφενείο της παλιάς Αθήνας. Οι θαμώνες όμως φαίνεται να ενοχλούνται, διότι έχουν πολύ σημαντικά ζητήματα της πολιτικής, τα οποία τους απασχολούν, ενώ ο καφετζής πρέπει να πάρει παραγγελία και να σερβίρει τους πελάτες του.

    – Ε, μας πήρατε τα μυαλά! Άντε παραπέρα να παίξετε!

    – Λοιπόν αφεντάδες τι θα πάρετε?

    – Έναν μερακλίδικο για μένα.

    – Έναν πολλά βαρύ και όχι. Και γρήγορα!

    – Έφτασεεε…

    Τα ποιήματα του Γεώργιου Σουρή, ζωντάνεψαν στο σκηνικό της γιορτής μας και τα αγαπήσαμε πολύ!

    Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
    τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
    καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
    κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

    Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, 
    τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
    ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
    τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

    Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
    Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ, 
    τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει, 
    καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

    – Ααα, όλα κι όλα ο καφετζής δε φταίει σε τίποτα!

    – Ωραίο το ποίημα του Σουρή αλλά το τέλος πρέπει να το αλλάξει, αλλιώς θα φάμε τα μουστάκια μας!

    – Άντε ξηλωθείτε κύριοι γιατί ο τσάμπας πέθανε! Άντε, άντε!

    Θεατρικά δρώμενα από τους μαθητές των Α΄, Β΄δημοτικού, του Νηπιαγωγείου και του Προνηπίου

    Δείτε τι μας είπαν οι πιο μικροί αφηγητές των φετινών γιορτών μας, για να μας συστήσουν έναν πολύ γνωστό Αθήναιο και την παρέα του!

    – Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στην Αθήνα ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Αυτή είναι η ιστορία του. Ο μπαρμπα-Γιάννης, ο ξακουστός κανατάς της Αθήνας, ξεκινούσε κάθε πρωί από τη συνοικία της Πλάκας.

    –  Αφού φόρτωνε το γαϊδουράκι του με τις στάμνες, γυρνούσε στους δρόμους της πόλης για να τις πουλήσει. Οι στάμνες που πουλούσε, ήταν απαραίτητες σε όλα τα σπίτια της Αθήνας γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης, άρα ούτε βρύσες.

    – Οι άνθρωποι έπαιρναν το νερό που χρειάζονταν από τους νερουλάδες, οι οποίοι το μετέφεραν από τις πηγές. Οι πήλινες κανάτες που πουλούσε ο μπαρμπα-Γιάννης κρατούσαν το νερό δροσερό και χρειάζονταν σε κάθε σπίτι.

    Στις γιορτές μας πήραν μέρος οι πιο όμορφοι μπαρμπα-Γιάννηδες!

    – Ο μπαρμπα-Γιάννης δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητος στους περαστικούς.

    – Μπορεί να ήταν ξυπόλητος και ντυμένος με κουρέλια αλλά ήταν ψηλός και όμορφος.

    – Μάλιστα τις Κυριακές, λένε πως μεταμορφωνόταν σε έναν καλοντυμένο κύριο, που πήγαινε βόλτα στην πόλη μαζί με τους αριστοκράτες και πήγαινε συχνά στο γνωστό καφενείο της πόλης «Η ωραία Ελλάς», που βρισκόταν στην οδό Αιόλου.

    Τι συνέβη όταν ήρθαν οι πρώτες πελάτισσες;

    – Τις πιο όμορφες κανάτες για τις πιο όμορφες δεσποινίδες. 

    – Α όχι αυτή! Η άλλη φαίνεται πιο καλή! Σα ραγισμένη είναι αυτή, δώσε τη δίπλα!

    – Α! Κυρίες μου, με ζαλίσατε!

    – Μπαρμπα Γιάννη μη θυμώνεις και είσαι και στις ομορφιές σου σήμερα!

    – Τι να κάνω  που με έκανε όμορφο η μάνα μου!

    – Μπαρμπα-Γιάννη κανατά πρόσεξε μη σε γελάσει καμιά όμορφη κυρά ! Και σου πάρει το γαϊδούρι και σου μείνει η ουρά!

    Δίπλα από την παρέα των κοριτσιών, ο μπαρμπα-Γιάννης βλέπει έναν νεαρό, που κάθεται κάτω από το μπαλκόνι της Αννούλας, αλλά φαίνεται στεναχωρημένος. 

    – Τι έπαθες εσύ και βαριαστενάζεις;

    – Αχ Αννούλα! Άτιμο πράγμα η αγάπη, Μπαρμπα Γιάννη!

    Τα κορίτσια δε χάνουν την ευκαιρία, σχολιάζουν τα πάντα! 

    – Και γιατί δεν πας να της μιλήσεις βρε κακομοίρη;

    -Δεν μπορεί! Δεν μπορεί!

    – Αμα με δει η μάνα της την έβαψα! Της έχω γράψει ένα γράμμα αλλά δεν έχω τρόπο να της το δώσω… Αχ Αννούλα..

    – Αχ! Υποφέρει ο καημένος!

    Ο μπαρμπα-Γιάννης όμως αναλαμβάνει να μεταφέρει κρυφά το μήνυμα στην Αννούλα, μέσα σε ένα κανάτι και η ιστορία έχει αίσιο τέλος!

    – Αννούλα, ένα πουλάκι μου είπε ότι χρειάζεσαι καινούρια στάμνα.

    – Μα έχω στάμνα. Καινούρια.

    – Άκου που σου λέω κορίτσι μου! Αυτή τη χρειάζεσαι! Και πριν της βάλεις νερό κοίτα μέσα να δεις τι έχει.

    Εκπληξούλα! Εκπληξούλα!

    Αποφοίτηση Νηπιαγωγείου και αποφοίτηση Στ΄δημοτικού 

    Με συγκίνηση και ενθουσιασμό χειροκροτήσαμε τα μικρά και τα μεγάλα μας παιδιά, που ετοιμάζονται για τα νέα τους βήματα στην επόμενη σχολική βαθμίδα.

    Leave a comment